- ποικιλοδίνης
- ποικῐλο-δίνης [pron. full] [δῑ], ου, ὁ,A whirling in various eddies, Opp.H.1.676.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποικιλοδίνης — ὁ, Α αυτός που σχηματίζει πολλές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δίνης (< δίνη)] … Dictionary of Greek
δίνη — η (AM δίνη) 1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας 2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου») νεοελλ. 1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλοδίνην — ποικιλοδί̱νην , ποικιλοδίνης whirling in various eddies masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)